-
1 κατα-μῑμέομαι
κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.
1 κατα-μῑμέομαι
κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.